- σμπαραλιάζω
- σμπαράλιασα, σμπαραλιάστηκα, σμπαραλιασμένος, κάνω κομμάτια: Του έπεσε το ποτήρι από τα χέρια και σμπαραλιάστηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σμπαραλιάζω — σμπαραλιάζω, σμπαράλιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σμπαραλιάζω — Ν 1. μεταβάλλω σε σμπαράλια, σε συντρίμμια, καταθρυμματίζω 2. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι σμπαράλια, διαλύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbaragliare (βλ. και σμπαράλια)] … Dictionary of Greek
σμπαράλιασμα — το, Ν [σμπαραλιάζω] το αποτέλεσμα τού σμπαραλιάζω, κομμάτιασμα … Dictionary of Greek